- υπερόγκως
- ὑπερόγκως ΝΜΑ επίρρ. βλ. υπέρογκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερόγκως — ὑπέρογκος of excessive bulk adverbial ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρογκος — η, ο / ὑπέρογκος, ον, ΜΝΑ 1. υπέρμετρα ογκώδης, τεράστιος 2. συνεκδ. υπέρμετρος, υπερβολικός (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «υπέρογκη βλάβη» ρωμ. δίκ. βλάβη που συνίσταται στην πώληση ενός… … Dictionary of Greek